- λύσιμο
- τοτο να λύνεται κανείς, η λύση, η διάλυση: Το λύσιμο του κόμπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λύσιμο — το [λύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λύνω, η λύση («τα κορδόνια θέλουν λύσιμο») … Dictionary of Greek
Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… … Dictionary of Greek
αμόλημα — το [αμολάω] 1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο 2. χαλάρωση 3. απελευθέρωση … Dictionary of Greek
απόζευξη — η (Α ἀπόζευξις) [αποζευγνύω] νεοελλ. η αποσύνδεση αρχ. το λύσιμο ζώου από τον ζυγό … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
εξάρμοση — η (Μ ἐξάρμοσις) [εξαρμόζω] λύση τής αρμογής, αποσύνδεση, λύσιμο, ξήλωμα, ξεμοντάρισμα («εξάρμοση μηχανής») μσν. εξάρθρωση … Dictionary of Greek
εξαγκυροδέτηση — η ναυτ. το λύσιμο τής αλυσίδας από την άγκυρα … Dictionary of Greek
εξαμμάτιση — η (Α ἐξαμμάτισις) [εξαμματίζω] νεοελλ. ναυτ. το λύσιμο τών αμμάτων, τών κόμπων, το ξεμμάτισμα αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαμματίζω, η επίδεση ή σύνδεση με άμμα, με κόμπο … Dictionary of Greek
εξαμφιδέτηση — η [εξαμφιδετώ] ναυτ. το λύσιμο από τον αμφιδέτη και το σήκωμα τής μιας από τις δύο ποντισμένες άγκυρες … Dictionary of Greek
ιστιοθέτηση — ἡ [ιστιοθετώ] ναυτ. η φύλαξη τών ιστίων στην ιστιοθήκη τού πλοίου μετά το λύσιμό τους … Dictionary of Greek